• Σέριφος - Μύλοι στην Πάνω Χώρα - Κυκλάδες
  • Άνω Χώρα - Μύλοι Σερίφου
  • Αξετροχάρης Μύλος στη Χώρα

Μύλοι

Απόσταση από το Λιβάδι: 4,5 χλμ.

Οι ανεμόμυλοι ήταν και παραμένουν αντιπροσωπευτικό στοιχείο των Κυκλαδίτικων νησιών. Τα πέτρινα κυλινδρικά αυτά κτίσματα βρήκαν τις ιδανικές συνθήκες για τη λειτουργία τους στα προσήνεμα νησιά του Αιγαίου. Χτίζονταν συνήθως με βορεινό προσανατολισμό σε ψηλά σημεία απ’όπου ο αέρας περνούσε ανεμπόδιστα, ενώ η κατασκευή τους απαιτούσε κόπο, χρόνο και μεγάλη δαπάνη. Οι πρώτοι μύλοι στο Ελλαδικό έδαφος εντοπίζονται ανάμεσα στον 12 ο-13ο αιώνα και ο αριθμός τους στις Κυκλάδες έφτασε να ξεπερνά τους εξακόσιους.

Χαρακτηριστικό γνώρισμα της Χώρας της Σερίφου αποτελούν οι τρείς άριστα συντηρημένοι ανεμόμυλοι στην Άνω Χώρα, στην Πλατεία των Μύλων. Υπάρχουν επίσης και ερείπια άλλων, αφού παλαιότερα υπήρχαν οκτώ στη ραχοκοκαλιά της Χώρας και περίπου 20 συνολικά στο νησί. Η σημερινή μορφή τους παραπέμπει στον τύπο του «αξετροχάρη», δηλαδή ανεμόμυλου με κατακόρυφα πτερύγια και οριζόντιο άξονα που είναι τοποθετημένος στο σταθερό κτίσμα και όχι σε κινητή κωνική οροφή. Ο τύπος αυτός λέγεται και «μονόκαιρος», αφού εκμεταλλεύεται ιδανικά ένα και μόνο άνεμο. Ωστόσο στη Σέριφο υπήρχαν και άλλοι τύποι: ο «ξετροχάρης» μύλος με περιστρεφόμενη οροφή σύμφωνα με τον άνεμο, ο παλαιότερος και σπανιότερος «ταράλης» όπου τα πτερύγια ήταν οριζόντια, πάνω στην οροφή, ο «ταβλόμυλος» που είχε ξύλινες τάβλες αντί για πανιά, ακόμα και νερόμυλοι που εκμεταλλεύονταν κάποιο τρεχούμενο ρυάκι.

Ο άνεμος έθετε σε περιστροφή το σύστημα των πτερυγίων, που αποτελούνταν από τρίγωνα πανιά δεμένα σε μακριές ακτίνες και ήταν προσαρτημένο στη μία άκρη του κύριου άξονα. Στην άλλη του άκρη ένα σύστημα τροχών μετέδιδε την κίνηση σε άλλο άξονα, που κατέληγε στην ογκώδη, στρογγυλή μυλόπετρα («παναριά»). Αυτή με τη σειρά της περιστρεφόταν πάνω σε μία σταθερή πέτρα («καταριά») και ανάμεσά τους αλέθονταν τα σιτηρά για να γίνουν αλεύρι. Ο μυλωνάς αμειβόταν ανάλογα με την ποσότητα του αλέσματος κρατώντας ένα μικρό μέρος του, το ονομαζόμενο «ξάι».