Μεταλλευτική δραστηριότητα
Η Σέριφος κατά την αρχαιότητα ήταν γνωστή για τα κοιτάσματα σιδηρομεταλλευμάτων που διέθετε, γεγονός που την καθιστούσε τόσο ισχυρή ώστε κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. να αποκτήσει δικό της νόμισμα.
Οι εργασίες εξόρυξης συνεχίστηκαν και επί Ρωμαϊκών Χρόνων, με ευρήματα σε διάφορες περιοχές του νησιού να μαρτυρούν εξόρυξη αλλά και κατεργασία μεταλλευμάτων. Μετέπειτα οι Βενετοί ήταν εκείνοι που οργάνωσαν πιο συστηματικά τη λειτουργία των μεταλλείων της Σερίφου, μεταφέροντας σκλάβους και από άλλες περιοχές, ώστε να αυξήσουν την παραγωγή για τις ανάγκες του μεγάλου ναυτικού τους στόλου.
Όταν τον 16ο αιώνα οι Οθωμανοί κατέλαβαν το νησί, η εκμετάλλευση των ορυχείων διακόπηκε. Το 1861, με βασιλικό διάταγμα του Όθωνα, και πιο εντατικά από το 1869, τα μεταλλεία άρχισαν ξανά να λειτουργούν, υπό τη διεύθυνση της Ελληνικής Μεταλλευτικής Εταιρίας που ανήκε στην Εθνική Τράπεζα.
Η εταιρία αυτή εκτός από τα μεταλλεία της Σερίφου εκμεταλλευόταν ορυχεία και μεταλλεία σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Προσπάθησε φιλόδοξα να επιχειρήσει βιομηχανική παραγωγή στην Κύμη, χρησιμοποιώντας το λιγνίτη της για την αναγωγή του σιδηρομεταλλεύματος της Σερίφου. Τα μεγάλα τεχνικά προβλήματα που συνεχώς προέκυπταν, σε συνδυασμό με τη μειωμένη ζήτηση της εσωτερικής αγοράς, συνέτειναν ώστε το 1875 η εταιρία να κηρύξει πτώχευση.
Το 1880 εμφανίστηκε μία νέα δυναμική εταιρία, η γαλλικών συμφερόντων «Σέριφος – Σπηλιαζέζα» (Societe des Mines de Spiliazzeza au Lavrium et de Seriphos), στη σύνθεση της οποίας συμμετείχαν η Οθωμανική Τράπεζα, πλούσιοι Κωνσταντινουπολίτες και γνωστά ονόματα κεφαλαιούχων της εποχής, όπως ο Συγγρός και ο G. B. Serpieri – μέτοχος και στα μεταλλεία του Λαυρίου. Η εταιρία το 1884 ανέθεσε εργολαβικά την εκμετάλλευση των μεταλλείων της στον Γερμανό μεταλλειολόγο Εμίλ Γκρώμαν (Emile Grohmann).
Αρχικά τα γραφεία της εταιρίας ήταν στον Κουταλά, όπου πολύ γρήγορα δημιουργήθηκε μία μικρή κοινότητα. Επί Γκρώμαν μεταφέρθηκαν στο Μέγα Λιβάδι, που ήταν το κύριο εξαγωγικό λιμάνι σιδηρομεταλλεύματος της Σερίφου, με τις απαιτούμενες εγκαταστάσεις διαλογής και φόρτωσης. Για τον σκοπό αυτό λειτουργούσε και μεταφορικό σύστημα με σιδηροτροχιές και βαγονέτα, με μερικά να υπάρχουν ακόμα μαζί με τη σκάλα φόρτωσης στο πλάι του όρμου.
Στο Μέγα Λιβάδι η εταιρία έχτισε το Διοικητήριο για να στεγάσει τα γραφεία της - ένα διώροφο νεοκλασικό κτίριο με αρχιτεκτονικά στοιχεία της σχολής «Τσίλερ», ερείπια του οποίου στέκουν ακόμα στην άκρη της παραλίας. Την εποχή της ακμής, από το 1880 έως και το 1960 περίπου, η περιοχή γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη. Εκτός από τις κατοικίες των εργατών υπήρχε σχολείο, αστυνομικός σταθμός, αρτοποιείο, ραφείο, παντοπωλείο και υποδηματοποιείο, καθώς και ένα νοσοκομείο λίγο πιο μακριά, στο Μέγα Χωριό