Οικογένεια Γκρώμαν
Την εποχή που η οικογένεια των Γκρώμαν διοικούσε τα μεταλλεία, ο πληθυσμός της Σερίφου πολλαπλασιάστηκε. Το 1912 έφτασε τους 4.000 κατοίκους, δεδομένου ότι εργάτες από άλλα νησιά αλλά και την Πελοπόννησο ερχόντουσαν για να δουλέψουν στο νησί.
Ο Εμίλ Γκρώμαν, έχοντας την αστυνομία και λίγους από την τοπική κοινότητα με το μέρος του, άσκησε τα καθήκοντά του έχοντας στόχο το μέγιστο συμφέρον και κέρδος. Ανάγκαζε τους ιδιοκτήτες κτημάτων που τον ενδιέφεραν να του τα εκχωρούν – συχνά με το ζόρι, με αντάλλαγμα ένα πολύ μικρό μεροκάματο. Δημιούργησε όμως και υποδομές όπως νοσοκομείο, το σχολείο (η «Γκρωμάνειος Σχολή») και τα λουτρά στο Μέγα Λιβάδι, ενώ τα ξυλόγλυπτα αφιερώματά του σε μερικές εκκλησίες της Σερίφου και η μεταφορά και φύλαξη κειμηλίων από τη Σπηλιά του Κύκλωπα δείχνουν πως ενδιαφερόταν εν μέρει και για το νησί.
Μετά το θάνατο του Εμίλ, το 1906, τη διεύθυνση των μεταλλείων ανέλαβε ο γιός του Γκέοργκ Γκρώμαν (Georg Grohmann). Παρά τη μόρφωσή του στη Μεταλλειολογική Σχολή του Clausthal και το νεαρό της ηλικίας του, αποδείχθηκε πιο στυγνός από τον πατέρα του, αψηφώντας τις ανάγκες και τις προσδοκίες των κατοίκων για μια καλύτερη ζωή.
Οι συνθήκες διαβίωσης και εργασίας ήταν άθλιες, ενώ όσοι δεν κατοικούσαν στη Νοτιοδυτική πλευρά του νησιού που βρίσκονταν τα μεταλλεία, ξεκινούσαν από τη Χώρα τον μακρύ ποδαρόδρομο ακολουθώντας το πέτρινο μονοπάτι, μέρος του οποίου υπάρχει ακόμα στο μονοπάτι που ενώνει την Άνω Χώρα με την περιοχή «Γύφτικα». Τα μέτρα ασφαλείας μέσα στις στοές ήταν ανύπαρκτα, σημειώνοντας περίπου 60 θανάτους εργατών μέσα σε μόλις 2 χρόνια.
Λέγεται πως οι υπάλληλοι του σχολείου και του νοσοκομείου πληρώνονταν από τους ίδιους τους εργάτες και όχι από την εταιρία. Επιπλέον οι μεταλλωρύχοι απέδιδαν το 2% του ημερομισθίου τους για άγνωστο σκοπό στον Γκρώμαν και παράλληλα τους παρακρατούσαν 1 δραχμή το μήνα για την ανέγερση κάποιου ναού – που δεν κατασκευάστηκε ποτέ.
Ο Γκρώμαν είχε στην υπηρεσία του αφοσιωμένους επιτελείς ως επιστάτες και «μαγκουροφόρους», οι οποίοι φρόντιζαν -συχνά ασκώντας βία- να εκτελούνται επακριβώς οι εντολές του. Οι ώρες εργασίας ήταν απάνθρωπες, ξεκινώντας πριν το ξημέρωμα και τελειώνοντας αργά το βράδυ, και όποιος αργούσε δεν επιτρεπόταν να εργαστεί, χάνοντας έτσι το μεροκάματό του.
Με την έλευση ξένων εργατών στο νησί, αρχίζει ο ντόπιος πληθυσμός να πληροφορείται για τις συνθήκες που επικρατούσαν στα μεταλλεία άλλων περιοχών και κυρίως για τη νομοθεσία που ήδη υπήρχε όσον αφορά τις συνθήκες και ώρες εργασίας. Από το 1901 υπήρχε ο νόμος «περί Ταμείου Μεταλλευτών», ο «Κανονισμός των Μεταλλευτικών Εργασιών» από το 1910 και το διάταγμα περίθαλψης παθόντων μεταλλωρύχων του 1912.
Η δεκαετία του 1910 χαρακτηρίζεται από την πρώτη σοβαρή μεταλλευτική κρίση, εξαιτίας του διεθνούς ανταγωνισμού με χώρες που είχαν άφθονο μετάλλευμα, πιο πλούσιο σε περιεκτικότητα και με χαμηλότερες τιμές. Στα νησιά πολλά μεταλλεία κλείνουν, ενώ η «Σέριφος – Σπηλιαζέζα» σημειώνει συνεχή πτώση στην παραγωγή, από τους 172.000 τόνους το 1910 στους 110.000 το 1914, μέχρι μόλις 27.700 τόνους το 1915. Ξεσπά ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος με όλα τα επακόλουθά του και παράλληλα αρχίζουν διάφορες ιδεολογικές και πολιτικές ζυμώσεις στο εργατικό κίνημα, έχοντας σαν αποτέλεσμα απεργιακές κινητοποιήσεις σε πολλά από τα μεταλλεία της Ελλάδας που λειτουργούσαν ακόμη.